- ἄσαρος
- ἄσᾱρος, [dialect] Aeol. for ἀσηρός, Sapph.77 ([comp] Comp.). [full] ἄσᾰρος, ον, = sq., Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άσαρος — ἄσαρος, ον (αιολ.) (Α) [άσα, αιολ. τ. του άση*] ο ασηρός* … Dictionary of Greek
ἄσαροι — ἄσαρος masc/fem nom/voc pl ἄσᾱροι , ἀσηρός causing discomfort masc/fem nom/voc pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσαρον — hazelwort neut nom/voc/acc sg ἄσαρος masc/fem acc sg ἄσαρος neut nom/voc/acc sg ἄσᾱρον , ἀσηρός causing discomfort masc/fem acc sg (aeolic) ἄσᾱρον , ἀσηρός causing discomfort neut nom/voc/acc sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασηρής — ἀσηρής ( οῡς), ες και ἀσηρός, ά, ον (και αιολ. ἄσαρος) (Α) [άση] 1. αυτός που προξενεί ενόχληση ή αηδία 2. αυτός που αισθάνεται αηδία ή περιφρόνηση για κάποιον ή κάτι … Dictionary of Greek
ἀσάρου — ἄσαρον hazelwort neut gen sg ἄσαρος masc/fem/neut gen sg ἀσά̱ρου , ἀσηρός causing discomfort masc/fem/neut gen sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσάρῳ — ἄσαρον hazelwort neut dat sg ἄσαρος masc/fem/neut dat sg ἀσά̱ρῳ , ἀσηρός causing discomfort masc/fem/neut dat sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)